υλοτομώ

υλοτομώ
ὑλοτομῶ, -έω, ΝΑ [υλοτόμος]
κόβω δένδρα από το δάσος για καύσιμα ξύλα ή για κατεργασμένη ξυλεία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υλοτομώ — υλοτόμησα, υλοτομήθηκα, υλοτομημένος, κόβω δέντρα από το δάσος για τη μετατροπή τους σε καύσιμη ή οικοδομήσιμη ξυλεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑλοτόμῳ — ὑλότομος cutting masc/fem/neut dat sg ὑλοτόμος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέμνω — (I) ΝΜΑ, και τέμω και επικ. και ιων. και δωρ. τ. τάμνω Α 1. κόβω, σχίζω, τεμαχίζω (α. «τέμνοντα όργανα» β. «τοιοῡτον τμήμα τέμνεται τὸ τεμνόμενον, οἷον τὸ τέμνον τέμνει;», Πλάτ.) 2. (για ποταμό ή οροσειρά) διαιρώ, χωρίζω (α. «η οροσειρά τέμνει… …   Dictionary of Greek

  • υλοκοπώ — έω, Α [ὑλοκόπος] κόβω τα δέντρα τού δάσους, διενεργώ υλοτομία, υλοτομώ …   Dictionary of Greek

  • υλοτόμηση — η, Ν η κοπή δένδρων από το δάσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υλοτομώ. Η λ., στον λόγιο τ. ὑλοτόμησις, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ἑστία] …   Dictionary of Greek

  • υλουργώ — έω, Α [ὑλουργός] υλοτομώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”